χειρίδι

χειρίδι
χειρίς
a covering for the hand
fem dat sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειρίδα — η / χειρίς, ῑδος, ΝΜΑ μανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ. β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”